Η πρόπτωση ορθού είναι μία πάθηση κατά την οποία ένα μέρος του ορθού προβάλλει μέσα από το μυϊκό άνοιγμα του πρωκτού. Το ορθό συνιστά το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου με βασικό ρόλο του την αποθήκευση των κοπράνων πριν την εξώθησή τους από τον πρωκτό. Η συγκεκριμένη πάθηση εκδηλώνεται όταν το ορθό αποσυνδεθεί από τους ιστούς του σώματος και προπίπτει έξω από τον πρωκτό. Η πρόπτωση ορθού θέτει σημαντικά εμπόδια στην καθημερινότητα του ασθενούς, οπότε χρήζει άμεσης ιατρικής αντιμετώπισης.

Ανάλογα με το βαθμό και τη βαρύτητα της πρόπτωσης, η πάθηση διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες, την εσωτερική, τη μερική και την ολική. Η εσωτερική ατελής πρόπτωση προκαλείται όταν το ορθό παρουσιάζει πρόπτωση, αλλά όχι σε τόσο μεγάλη έκταση ώστε να προβάλλει μέσα από τον πρωκτό. Η μερική πρόπτωση εντοπίζεται στην περίπτωση που ο βλεννογόνος του ορθού, δηλαδή η εσωτερική επένδυση αυτού, προεξέχει μέσω του πρωκτού. Η συγκεκριμένη κατηγορία αποτελεί την πιο κοινή μορφή της πάθησης. Ολική πρόπτωση πραγματοποιείται όταν το ορθό προβάλλει ολοκληρωτικά έξω από τον πρωκτό.

Η ανεπάρκεια των μυών του περινέου που συγκρατούν το ορθό στη θέση του οδηγεί σε πρόπτωση του ορθού. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της συνεχούς αποδυνάμωσης ή φθοράς τους, η οποία μπορεί να οφείλεται σε πλήθος παραγόντων. Ένας αισθητός βαθμός αποδυνάμωσης πραγματοποιείται με τη γήρανση, γι’αυτό η πρόπτωση ορθού πλήττει αρκετά συχνά άτομα άνω των 50 ετών. Παράλληλα, το γυναικείο φύλο εκδηλώνει με μεγαλύτερη συχνότητα τη συγκεκριμένη πάθηση. Στους παράγοντες που προκαλούν αποδυνάμωση και φθορές στους προκαλώντας πρόπτωση ορθού συγκαταλέγονται παράλληλα οι διαδοχικοί φυσιολογικοί τοκετοί, η χρόνια δυσκοιλιότητα ή διάρροια και ο χρόνιος βήχας.

Ορισμένες παθήσεις του νευρολογικού συστήματος όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου που εντοπίζεται στην οσφυϊκή μοίρα, η ύπαρξη όγκων στη σπονδυλική στήλη αλλά και τραυματισμοί όπως τα κατάγματα στην περιοχή του ισχίου ή της λεκάνης εντείνουν τις πιθανότητες εμφάνισης πρόπτωσης. Άτομα με νοητικά προβλήματα ή αναπτυξιακή καθυστέρηση μπορεί να εμφανίσουν πιο εύκολα τη συγκεκριμένη πάθηση.

Τα συμπτώματα μιας πρόπτωσης ορθού, εφόσον εμφανιστούν, αυξάνονται προοδευτικά. Σε πρώτο στάδιο, γίνεται αισθητή η ύπαρξη ενός ογκιδίου ή μιας διόγκωσης στην πρωκτική περιοχή, ιδίως κατά τη διάρκεια της κένωσης. Αρχικά, ο ασθενής μπορεί να ωθήσει τη μάζα αυτή πίσω στη θέση της, ωστόσο όσο η πάθηση εξελίσσεται ο βαθμός της πρόπτωσης εντείνεται ιδίως κατά το φτέρνισμα ή το βήχα, και το ορθό τελικά προβάλλει σε μόνιμη βάση έξω από το ορθό. Άλλα συμπτώματα της πάθησης αποτελούν η δυσκοιλιότητα, η ακράτεια κοπράνων, η αίσθηση ότι κατά την κένωση το έντερο δεν αδειάζει εντελώς και η δυσφορία. Σε προχωρημένες περιπτώσεις, η πάθηση συνοδεύεται από τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στο ορθό, όπως έλκος και αιμορραγία. Παράλληλα, το ορθό εγκλωβίζεται και δεν μπορεί να ωθηθεί με το χέρι πίσω μέσα στο σώμα, οδηγώντας ορισμένες φορές σε περίσφιξη και μείωση της παροχής αίματος στο όργανο. Η πιο ακραία μορφή της πάθησης περιλαμβάνει τη νέκρωση και τη σήψη (γάγγραινα) του περισφιγμένου τμήματος του ορθού. Η συγκεκριμένη κατάσταση αποτελεί επείγουσα ιατρική περίπτωση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς.

Η διάγνωση της πάθησης απαιτεί σημαντικό βαθμό εξειδίκευσης, καθώς τα συμπτώματα ομοιάζουν με αυτά άλλων παθήσεων του πρωκτού, όπως οι αιμορροΐδες, η ραγάδα ή τα κονδυλώματα πρωκτού. Πραγματοποιείται λήψη του ιστορικού του ασθενούς και κλινική εξέταση με διενέργεια δακτυλικού ελέγχου. Έπειτα συστήνονται επιπρόσθετες διαγνωστικές εξετάσεις όπως η κολονοσκόπηση και η πρωκτοσκόπηση.

Η θεραπεία της πάθησης εξαρτάται από πολλούς μεμονωμένους παράγοντες, όπως η ηλικία του ατόμου και η σοβαρότητα της πρόπτωσης. Σε πρώτο στάδιο, η αντιμετώπιση της πάθησης είναι συντηρητική, με αλλαγές στη διατροφή ώστε να θεραπευθεί η χρόνια δυσκοιλιότητα. Συνιστάται η κατανάλωση περισσότερων φυτικών ινών, η αύξηση της πρόσληψης υγρών και η τακτική άσκηση για την ενδυνάμωση της λεκάνης. Ωστόσο, σε προχωρημένες περιπτώσεις ή σε περίπτωση αποτυχίας των συντηρητικών μεθόδων αντιμετώπισης, συνιστάται χειρουργική επέμβαση. Πλέον, η συγκεκριμένη επέμβαση διενεργείται λαπαροσκοπικά, ελαχιστοποιώντας τις μετεγχειρητικές επιπλοκές.