Ένα περιεδρικό συρίγγιο αναπτύσσεται ως μία μολυσματικής φύσεως επικοινωνία ανάμεσα στον πρωκτικό σωλήνα και το δέρμα της περιπρωκτικής περιοχής. Ο βασικός παράγοντας δημιουργίας ενός περιεδρικού συριγγίου είναι η ύπαρξη λοίμωξης στον πρωκτικό αδένα. Η λοίμωξη αυτή αρχικά προκαλεί τη διαμόρφωση ενός αποστήματος, δηλαδή μιας κοιλότητας γεμάτης με πύον. Το απόστημα, όταν παροχετευθεί, είτε από μόνο του είτε με τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης, ωθώντας στη δημιουργία συριγγίου, δηλαδή αυτής της μη φυσιολογικής διόδου ανάμεσα στον μολυσμένο αδένα και την επιφάνεια του δέρματος. Η συγκεκριμένη πάθηση συνήθως ταλαιπωρεί τους ασθενείς για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, και η επιλογή της θεραπευτικής προσέγγισης χρήζει προσεκτικού σχεδιασμού.
Η δομή ενός περιεδρικού συριγγίου αποτελείται από ένα εσωτερικό στόμιο, που βρίσκεται πλησίον της οδοντωτής γραμμής στο εσωτερικό του πρωκτού, και ένα εξωτερικό στόμιο, που εντοπίζεται στο δέρμα της περιπρωκτικής περιοχής. Παράλληλα, ο πόρος του συριγγίου αποτελεί την ένωση των δύο αυτών στομίων, και η πορεία του ενδέχεται είτε να είναι απλή, είτε να παρουσιάζει διακλαδώσεις. Κατά συνέπεια, ένα περιεδρικό συρίγγιο διακρίνεται, ανάλογα με την πολυπλοκότητα της δομής του, σε υποδόριο, μεσοσφιγκτηριακό, διασφιγκτηριακό, υπερσφιγκτηρικό ή εξωσφιφγκτηριακό.
Το βασικό αίτιο δημιουργίας ενός περιεδρικού συριγγίου είναι η ατελής παροχέτευση και θεραπεία ενός περιεδρικού αποστήματος. Ένα απόστημα χρήζει άμεσης θεραπευτικής αντιμετώπισης, ώστε να προληφθεί τόσο η ανάπτυξη συριγγίου, όσο και άλλες επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει η λοίμωξη. Ωστόσο, ένα περιεδρικό συρίγγιο μπορεί να εκδηλωθεί και χωρίς να προϋπάρχει απαραίτητα κάποια αποστηματική κοιλότητα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πάθηση ενδέχεται να εκδηλωθεί και χωρίς να προϋπάρχει κάποιο απόστημα. Άτομα με παθήσεις του εντέρου όπως η νόσος του Crohn και η εκκολπωματίτιδα, με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όπως η λοίμωξη από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HIV) και με φυματίωση, είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν περιεδρικό συρίγγιο. Παράλληλα, η πάθηση ενδέχεται να προκύψει εξαιτίας κάποιας κακοήθειας ή τραυματισμού.
Τα συμπτώματα ενός περιεδρικού συριγγίου περιλαμβάνουν την εκροή πυώδους ή οροαιματηρού υγρού από το εξωτερικό στόμιο αυτού, το οποίο χαρακτηρίζεται από δυσοσμία. Ο ασθενής παρατηρεί το εσώρουχό του να λερώνεται, παράλληλα με την εκδήλωση κνησμού, ερεθισμού στο δέρμα της περιπρωκτικής περιοχής, ενόχλησης, πόνου και σε ορισμένες περιπτώσεις πυρετού. Η διάγνωση της πάθησης πραγματοποιείται με κλινική εξέταση και λήψη του ιστορικού του ασθενούς, ενώ διενεργείται ψηλάφηση της περιπρωκτικής χώρας και δακτυλική εξέταση του πρωκτού.
Η θεραπεία της πάθησης είναι χειρουργική. Η επέμβαση που χρησιμοποιείται ευρέως είναι η συριγγοτομή, όπου πραγματοποιείται διάνοιξη του πόρου του συριγγίου και το τραύμα αφήνεται να επουλωθεί από μόνο του. Σε περίπτωση που ο συριγγιώδης πόρος παρουσιάζει διακλαδώσεις, ενδείκνυται η τοποθέτηση seton, έναντι της διάνοιξής του. Ωστόσο, πλέον έχουν αναπτυχθεί νέες μη επεμβατικές τεχνικές για την αποτελεσματική και μόνιμη ίαση της πάθησης. Η πιο εξελιγμένη μέθοδος θεραπείας ενός περιεδρικού συριγγίου πραγματοποιείται με τη χρήση laser, προσφέροντας σημαντικά πλεονεκτήματα μετεγχειρητικά.