Ο καρκίνος του στομάχου ξεκινά όταν σχηματίζονται καρκινικά κύτταρα στην εσωτερική επένδυση του στομάχου, τα οποία έπειτα διαμορφώνουν έναν όγκο. Η πλειοψηφία των καρκινικών κυττάρων που αναπτύσσονται στην περιοχή του στομάχου ξεκινούν από τον αδενικό ιστό που επενδύει το στομάχι. Ο όγκος μπορεί να εξαπλωθεί κατά μήκος του τοιχώματος του στομάχου ή μπορεί να αναπτυχθεί απευθείας μέσω του τοιχώματος και να εξαπλώσει καρκινικά κύτταρα στην κυκλοφορία του αίματος ή στο λεμφικό σύστημα. Μόλις περάσει το στομάχι, ο καρκίνος μπορεί να εξαπλωθεί σε άλλα όργανα. Η συγκεκριμένη ασθένεια συνήθως αναπτύσσεται αργά για πολλά χρόνια, κι εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα άνω των 60 ετών, και αντιμετωπίζεται πλέον με λαπαροσκοπική γαστρεκτομή.

Ο καρκίνος του στομάχου διακρίνεται σε 4 στάδια, ανάλογα με το βαθμό εξέλιξης κι εξάπλωσής του σε άλλα κοντινά ή πιο μακρινά όργανα. Αφού διαπιστωθεί με ενδελεχείς διαγνωστικές εξετάσεις το ακριβές στάδιο του καρκίνου, διαμορφώνεται το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο. Αυτό περιλαμβάνει τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης, σε συνδυασμό με χημειοθεραπευτική και η ακτινοθεραπευτική αντιμετώπιση η οποία έπεται της επέμβασης προκειμένου να προληφθεί η μεταφορά των καρκινικών κυττάρων σε άλλα όργανα. Η επέμβαση εκλογής για τη θεραπεία του καρκίνου του στομάχου είναι η γαστρεκτομή, η οποία διακρίνεται σε μερική και ολική. Πλέον, η λαπαροσκοπική γαστρεκτομή έχει εδραιωθεί ως προτιμώμενη θεραπευτική μέθοδος, η οποία ελαχιστοποιεί τις μετεγχειρητικές επιπλοκές.

Η χειρουργική επέμβαση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων προηγείται των υπολοίπων θεραπευτικών μεθόδων για την αντιμετώπιση του καρκίνου του στομάχου. Σε περιπτώσεις που η μορφή του καρκίνου του στομάχου είναι μη διηθητική (in situ) και έχει ανευρεθεί σε πολύ πρώιμο στάδιο ή εντοπίζονται προκαρκινικές αλλοιώσεις εξαιτίας της ύπαρξης πολυπόδων, τότε ενδείκνυται η διενέργεια ενδοσκοπικής βλεννογονεκτομής κατά τη διάρκεια της γαστροσκόπησης με ειδικά διαμορφωμένα ενδοσκόπια.

Στη λαπαροσκοπική γαστρεκτομή ανάλογα με το σημείο εντόπισης και την έκταση του καρκίνου του στομάχου , αφαιρείται ολόκληρο το στομάχι (ολική γαστρεκτομή) ή μέρος αυτού (μερική γαστρεκτομή). Έπειτα απομακρύνονται οι περιβάλλοντες λεμφαδένες μαζί με τα αγγεία. Η επέμβαση πραγματοποιείται με τη διενέργεια 4-5 μικροσκοπικών τομών κιαι τη χρήση λαπαροσκοπίου. Το λαπαροσκόπιο εισέρχεται μέσα από μία εκ των τομών στην πάσχουσα περιοχή, προσφέροντας στο χειρουργό άμεση ορατότητα του εσωτερικού της κοιλιακής χώρας, μεταφέροντας την εικόνα σε οθόνη υψηλής ευκρίνειας. Με την εισαγωγή ειδικών εργαλείων στις υπόλοιπες τομές πραγματοποιείται η επέμβαση, και στο τέλος η μία τομή επεκτείνεται κατά μερικά εκατοστά προκειμένου να εξαχθεί από αυτή το τμήμα του στομάχου στο οποίο εντοπίζεται ο καρκινικός όγκος.

Κατά τη λαπαροσκοπική ολική γαστρεκτομή, αφαιρείται ολόκληρο το όργανο του στομάχου κι έπειτα αποκαθίσταται η συνέχεια του πεπτικού συστήματος ενώνοντας τον οισοφάγο με το λεπτό έντερο. Η επέμβαση αυτή πραγματοποιείται σε περίπτωση που η εντόπιση του όγκου είναι στο κεντρικό ή το ανώτερο τμήμα του στομάχου. Στη λαπαροσκοπική μερική γαστρεκτομή, αφαιρείται ένα σημαντικό τμήμα του στομάχου, αλλά το κεντρικό τμήμα του οργάνου διατηρείται ανέπαφο και στη συνέχεια πραγματοποιείται η ένωσή του με το λεπτό έντερο. Η συγκεκριμένη επέμβαση είναι εφικτή σε περίπτωση εντόπισης του όγκου στο κατώτερο τμήμα του οργάνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται ο χειρουργός να χρειαστεί να τοποθετήσει καθετήρα σίτισης στο εσωτερικό του εντερικού σωλήνα, έως ότου αποκτήσει ξανά ο ασθενής να τρέφεται κανονικά από το στόμα.

Ο Ο Γενικός Χειρουργός Ωρωπός Δρ. Γεώργιος Κοροβέσης πραγματοποιεί τη λαπαροσκοπική γαστρεκτομή για εξαιρετικά ογκολογικά αποτελέσματα, ενώ διενεργεί το λεμφαδενικό καθαρισμό με τη βέλτιστη ακρίβεια μέσω του λαπαροσκοπίου. Η συγκεκριμένη επέμβαση εξασφαλίζει στον ασθενή σαφώς μειωμένο μετεγχειρητικό πόνο και χρόνο ανάρρωσης, βοηθώντας τον να επιστρέψει πιο σύντομα στις καθημερινές του ασχολίες. Παράλληλα, παρέχεται ένα σαφώς βελτιωμένο αισθητικό αποτέλεσμα λόγω του μικρού μεγέθους των τομών. Μετά τη λήξη της επέμβασης, ακολουθούν οι συμπληρωματικές θεραπείες, όπως η χημειοθεραπεία και η ακτινοβολία.