Για την αντιμετώπιση της διαφραγματοκήλης και της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης που αυτή πολλές φορές προκαλεί, σε πρώτο στάδιο προτείνεται συντηρητική θεραπεία. Αν ωστόσο αυτή δεν καταφέρει να περιορίσει και να θεραπεύσει αποτελεσματικά τα συμπτώματα των δύο αυτών παθήσεων, τότε συνιστάται χειρουργική επέμβαση. Η επέμβαση που χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της διαφραγματοκήλης και της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης είναι η θολοπλαστική. Πλέον, η λαπαροσκοπική θολοπλαστική έχει αναδειχθεί ως η επέμβαση εκλογής, προσφέροντας σαφή πλεονεκτήματα στον ασθενή.

Η χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της διαφραγματοκήλης και κατά συνέπεια της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης ενδείκνυται ακόμα και σε περίπτωση που δεν έχουν εκδηλωθεί συμπτώματα, εξαιτίας του κινδύνου εγκλωβισμού και στραγγαλισμού του εντέρου στο άνοιγμα της κήλης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή της ροής αίματος σε αυτό και κατά συνέπεια σε νέκρωση. Παράλληλα, η επέμβαση ενδείκνυται και σε περίπτωση αναπνευστικής δυσλειτουργίας ή έντονου πόνου στο στήθος που προκαλεί η διαφραγματοκήλη, ή χρόνιας μορφής γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης.

Η χειρουργική αποκατάσταση τυπικά περιλαμβάνει το κλείσιμο του αδύναμου σημείου ή του ανοίγματος του διαφράγματος μέσω ανοιχτής ή λαπαροσκοπικής προσέγγισης. Η λαπαροσκοπική αποκατάσταση της διαφραγματοκήλης αναδεικνύεται όλο και περισσότερο ως η πιο αποδεκτή και ασφαλής εναλλακτική λύση σε σχέση με το ανοιχτό χειρουργείο. Η λαπαροσκοπική θολοπλαστική αποτελεί την επέμβαση εκλογής για την αποκατάσταση της διαφραγματοκήλης και κατά συνέπεια της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, καθώς η λαπαροσκοπική προσέγγιση προσφέρει ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών επιπλοκών και επιτάχυνση της ανάρρωσης του ασθενούς μετά το χειρουργείο.

Η λαπαροσκοπική θολοπλαστική αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδο, η οποία πραγματοποιείται με υποβολή του ασθενούς σε γενική αναισθησία. Η επέμβαση πραγματοποιείται μέσα από μικροσκοπικές τομές έως ένα εκατοστό στην κοιλιακή χώρα. Από τις τομές αυτές αρχικά διοχετεύεται διοξείδιο του άνθρακα στο εσωτερικό της κοιλιάς, ώστε να αποκτηθεί επαρκής χώρος που θα επιτρέψει τη βέλτιστη ορατότητα και την πρόσβαση στα ενδοκοιλιακά όργανα. Έπειτα, ο χειρουργός εισάγει το λαπαροσκόπιο μέσω μίας εκ των τομών, το οποίο αποτελεί ένα μακρόστενο όργανο με ενσωματωμένη κάμερα στο άκρο του, η οποία μεταφέρει την εικόνα του εσωτερικού της κοιλιακής περιοχής σε μια οθόνη υψηλής ευκρίνειας. Έπειτα εισάγονται τα λαπαροσκοπικά χειρουργικά εργαλεία από τις υπόλοιπες τομές, και με την καθοδήγηση του λαπαροσκοπίου αποκαθίσταται η βλάβη.

Κατά τη διάρκεια της επέμβασης το τμήμα του στομάχου που εισέρχεται στη θωρακική κοιλότητα μέσα από ένα αδύναμο σημείο του διαφράγματος επαναφέρεται στην αρχική του θέση, ενώ αποκαθίσταται το αδύναμο σημείο ή άνοιγμα του διαφράγματος με συρραφή. Έπειτα, ο χειρουργός τυλίγει και καθηλώνει το ανώτερο τμήμα του στομάχου, το οποίο ονομάζεται θόλος, γύρω από το κατώτερο τμήμα του οισοφάγου, ώστε να πραγματοποιηθεί η ενίσχυση της πάσχουσας περιοχής και η διακοπή της διαρροής γαστρικού οξέος προς την περιοχή του οισοφάγου.

Τα οφέλη που παρέχει η λαπαροσκοπική θολοπλαστική συγκριτικά με το ανοιχτό χειρουργείο είναι σημαντικά προς τον ασθενή. Πιο συγκεκριμένα, ελαχιστοποιείται ο μετεγχειρητικός πόνος, και ο ασθενής επιστρέφει σε αισθητά πιο σύντομο χρόνο στις καθημερινές του δραστηριότητες. Περιορίζεται σημαντικά ο κίνδυνος εκδήλωσης αιμορραγίας και λοίμωξης, ενώ οι ουλές είναι μικρότερου μεγέθους, γεγονός που εξασφαλίζει ένα βελτιωμένο αισθητικό αποτέλεσμα, ενώ περιορίζει σημαντικά την πιθανότητα εκδήλωσης μετεγχειρητικής κήλης στο σημείο της τομής. Τέλος, η πιθανότητα ανάπτυξης μετεγχειρητικών συμφύσεων μειώνεται σημαντικά.