Η βουβωνοκήλη αποτελεί την πιο συχνή μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος. Εμφανίζεται όταν υπάρχει ρήξη ή κάποιο αδύναμο σημείο στους μύες του κοιλιακού τοιχώματος, γεγονός που οδηγεί στην πρόπτωση ενός τμήματος ενδοκοιλιακού περιεχομένου μέσα από αυτό το αδύναμο σημείο, δημιουργώντας μια ορατή διόγκωση. Αυτή η διόγκωση αποτελείται από ένα μέρος του εντέρου και λιπώδη ιστό. Η βουβωνοκήλη μπορεί να εμφανιστεί από τη στιγμή της γέννησης αλλά και κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής εξαιτίας της υπερβολικής άσκησης πίεσης στην κοιλιακή περιοχή. Κάθε βουβωνοκήλη που παρουσιάζει συμπτώματα όπως σημαντικό ποσοστό διόγκωσης ή ενόχληση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση. Πλέον, έχει προταθεί η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης ως προτιμώμενη μέθοδος, με τη χρήση ειδικών εργαλείων.

Η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης μπορεί να πραγματοποιηθεί με διαφορετικές μεθόδους, η κατάλληλη εκ των οποίων επιλέγεται προσεκτικά ανάλογα με την περίπτωση. Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες λαπαροσκοπικές χειρουργικές τεχνικές για την αποκατάσταση της βουβωνοκήλης είναι η λαπαροσκοπική μέθοδος TAPP (Transabdominal Preperitoneal Repair) και η λαπαροσκοπική τεχνική TEP (Totally Extraperitoneal Repair). Η βασική διαφορά των δύο αυτών χειρουργικών επεμβάσεων είναι η επιλογή ή αποφυγή της εισόδου στην περιτοναϊκή κοιλότητα.

Η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης πραγματοποιείται με τη διενέργεια 3-4 μικρών τομών λίγων χιλιοστών, και με τη χρήση λαπαροσκοπίου. Το λαπαροσκόπιο είναι ένα μικρό όργανο οπτικής ίνας που διαθέτει στο άκρο του μικροσκοπικό φακό, πηγή φωτός και βιντεοκάμερα, το οποίο εισάγεται μέσω της μιας μικρής τομής στον ομφαλό. Η εικόνα του εσωτερικού των οργάνων μεταφέρεται σε μια οθόνη υψηλής ευκρίνειας, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μεγέθυνσης και παρακολούθησης των χειρουργικών κινήσεων. Μέσω των υπολοίπων τομών εισάγονται τα χειρουργικά εργαλεία, και ο χειρουργός εκτελεί την επέμβαση αφού πρώτα διοχετεύσει στην κοιλιακή περιοχή διοξείδιο του άνθρακα, ώστε να φουσκώσει η κοιλιακή περιοχή και να δημιουργηθεί ο απαραίτητος χώρος.

Για να επιδιορθωθεί η βουβωνοκήλη, το ενδοκοιλιακό περιεχόμενο που προβάλλει μέσω αυτής τοποθετείται πίσω στην αρχική του θέση, και το αδύναμο σημείο των μυών του κοιλιακού τοιχώματος ενισχύεται με την τοποθέτηση συνθετικού πλέγματος, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εμφάνισης υποτροπών. Η επέμβαση διενεργείται με τη χορήγηση γενικής αναισθησίας στον ασθενή.

Στη λαπαροσκοπική τεχνική TAPP ο χειρουργός αποκτά πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα και τοποθετεί ένα πλέγμα μέσω μιας περιτοναϊκής τομής πάνω από τη θέση της κήλης. Η μέθοδος TEP διαφέρει καθώς δεν πραγματοποιείται είσοδος στην περιτοναϊκή κοιλότητα και χρησιμοποιείται πλέγμα για να σφραγίσει την κήλη έξω από το περιτόναιο, δηλαδή τη λεπτή μεμβράνη που καλύπτει τα όργανα στην κοιλιά. Και οι δύο τεχνικές παρουσιάζουν εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας, εξασφαλίζοντας στον ασθενή μια επιτυχημένη κι ανώδυνη μετεγχειρητική πορεία. Τα οφέλη που προσφέρει η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης περιλαμβάνουν ένα βελτιωμένο αισθητικό αποτέλεσμα λόγω του μικρού μεγέθους των τομών, λιγότερο πόνο μετά την επέμβαση, ταχύτερη επιστροφή στην εργασία και μικρότερο χρόνο αποκατάστασης, ο οποίος διαρκεί ημέρες αντί για εβδομάδες.