Ο καρκίνος του θυρεοειδούς ξεκινά από τον θυρεοειδή αδένα. Αυτός ο αδένας βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του λαιμού ακριβώς κάτω από τον λάρυγγα, και αποτελείται από δύο λοβούς. Ο θυρεοειδής αδένας αποτελεί τμήμα του ενδοκρινικού συστήματος, το οποίο ρυθμίζει τις ορμόνες στο σώμα. Ο θυρεοειδής αδένας απορροφά το ιώδιο από την κυκλοφορία του αίματος για να παράγει θυρεοειδικές ορμόνες όπως η θυροξίνη (Τ4), η τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και η καλσιτονίνη, οι οποίες ρυθμίζουν το μεταβολισμό ενός ατόμου. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς ξεκινά όταν τα υγιή κύτταρα του θυρεοειδούς αλλάζουν και αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα, σχηματίζοντας έναν όγκο. Η συγκεκριμένη μορφή καρκίνου αναπτύσσεται στα κύτταρα που παράγουν θυρεοειδικές ορμόνες, τα οποία ονομάζονται θυλακιώδη κύτταρα.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες ελέγχουν την ταχύτητα καύσης των θερμίδων. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την απώλεια και την αύξηση βάρους, να επιβραδύνει ή να επιταχύνει τον καρδιακό παλμό, να αυξήσει ή να μειώσει τη θερμοκρασία του σώματος, να επηρεάσει την ταχύτητα κίνησης της τροφής μέσω του πεπτικού σωλήνα, να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο συστέλλονται οι μύες και να ελέγξει πόσο γρήγορα αντικαθίστανται τα κύτταρα που νεκρώνονται.
Οι πιο κοινές μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς είναι ο θηλώδης καρκίνος του θυρεοειδούς και ο θυλακιώδης καρκίνος του θυρεοειδούς. Ο θηλώδης καρκίνος του θυρεοειδούς αναπτύσσεται από θυλακιώδη κύτταρα και συνήθως αναπτύσσεται αργά. Είναι ο πιο κοινός τύπος καρκίνου του θυρεοειδούς, ενώ ενδέχεται σε αρκετές περιπτώσεις να εξαπλωθεί στους λεμφαδένες. Ο θυλακιώδης καρκίνος του θυρεοειδούς αναπτύσσεται επίσης στα θυλακιώδη κύτταρα με αργούς ρυθμούς, και εμφανίζεται σε μικρότερη συχνότητα από τον θηλώδη καρκίνο του θυρεοειδούς. Ο θυλακιώδης καρκίνος του θυρεοειδούς σπάνια εξαπλώνεται στους λεμφαδένες.
Οι δύο αυτές μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς παρουσιάζουν βελτιωμένο ποσοστό ίασης, ειδικά όταν εντοπίζονται πρώιμα και σε άτομα ηλικίας κάτω των 50 ετών. Μαζί, ο θυλακιώδης και ο θηλώδης καρκίνος του θυρεοειδούς αποτελούν περίπου το 95% του συνόλου των καρκίνων του θυρεοειδούς.
Πιο σπάνιες και πιο επιθετικές μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς αποτελούν τα μυελοειδή καρκινώματα, τα αναπλαστικά καρκινώματα, τα πρωτοπαθή λεμφώματα θυρεοειδούς και τα πρωτοπαθή σαρκώματα θυρεοειδούς.
Ως προς τις αιτίες εμφάνισης της νόσου, συχνά δεν είναι ξεκάθαρες. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου του θυρεοειδούς. Η έκθεση στην ακτινοβολία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για κακοήθειες του θυρεοειδούς, ιδιαίτερα για θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς. Παράλληλα, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδούς, η ανεπαρκής πρόσληψη ιωδίου στη διατροφή και η ύπαρξη θυρεοειδικών όζων αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι πιο συχνός στις γυναίκες παρά στους άνδρες.
Η πλειοψηφία των όζων του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις. Ωστόσο, η ανάπτυξη ενός όζου μπορεί να υποδηλώνει κακοήθεια, ενώ η ταχεία ανάπτυξη αποτελεί δυσοίωνο σημάδι.Το καρκίνωμα του θυρεοειδούς συνήθως εκδηλώνεται ως ανώδυνος, ψηλαφητός, μοναχικός όζος του θυρεοειδούς. Στα πρώτα στάδια της νόσου δεν εμφανίζονται ανησυχητικά συμπτώματα, γεγονός που δυσχεραίνει τη διάγνωση της πάθησης. Καθώς όμως ο όγκος αναπτύσσεται σε μέγεθος, εκδηλώνονται πρόσθετα συμπτώματα όπως πόνος στον λαιμό, δυσκολία στην κατάποση, εκδήλωση φωνητικών αλλαγών όπως βραχνάδα ή βήχας.
Η διάγνωση της νόσου πραγματοποιείται με τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, τη διενέργεια κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων και υπερήχου στην περιοχή του τραχήλου. Επιπρόσθετα, πραγματοποιείται βιοψία με λεπτή βελόνη, η οποία επιβεβαιώνει τη διάγνωση της πάθησης και εξακριβώνει το στάδιο του καρκίνου. Η χειρουργική επέμβαση αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τη θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδούς. Πραγματοποιείται με ολική θυροειδεκτομή, δηλαδή με αφαίρεση του αδένα, σε συνδυασμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, με την απομάκρυνση των λεμφαδένων. Οι αρχές της χειρουργικής του θυρεοειδούς είναι η ακριβής εκτέλεση της προγραμματισμένης εκτομής, η αποφυγή τραυματισμού του υποτροπιάζοντος λαρυγγικού νεύρου, η αποφυγή τραυματισμού των παραθυρεοειδών αδένων και η σχολαστική αιμόσταση.