Ο θυρεοειδής αδένας είναι ένα μικρό όργανο που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του λαιμού, τυλιγμένο γύρω από την τραχεία. Ο συγκεκριμένος αδένας διαθέτει δύο λοβούς και αποτελεί τμήμα ενός περίπλοκου δικτύου αδένων που ονομάζεται ενδοκρινικό σύστημα. Το ενδοκρινικό σύστημα είναι υπεύθυνο για τον συντονισμό πολλών από τις δραστηριότητες του σώματος, ενώ ο θυρεοειδής αδένας παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν το μεταβολισμό και τον έλεγχο πολλών ζωτικών λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού. Οι βασικές ορμόνες που παράγει ο θυρεοειδής αδένας είναι η η θυροξίνη (Τ4), η τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και η καλσιτονίνη. Διαταραχές στη λειτουργία του συγκεκριμένου αδένα μπορεί να προκαλέσουν λειτουργικές και ανατομικές παθήσεις του θυρεοειδούς.

Στις λειτουργικές παθήσεις περιλαμβάνονται ο υπερθυρεοειδισμός και ο υποθυρεοειδισμός, ενώ στις ανατομικές συγκαταλέγονται οι όζοι του θυρεοειδούς, η βρογχοκήλη και ο καρκίνος του θυρεοειδούς. Ο υπερθυρεοειδισμός εκδηλώνεται στην περίπτωση που ο θυρεοειδής σας εκκρίνει υπερβολικές ποσότητες ορμόνης, ενώ ο υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται όταν ο συγκεκριμένος αδένας αδυνατεί να παράξει επαρκή ποσότητα αυτής. Οι συγκεκριμένες λειτουργικές διαταραχές του θυρεοειδούς αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.

Οι ανατομικές παθήσεις του θυρεοειδούς σχετίζονται με τη διόγκωση του αδένα ή την εμφάνιση σε αυτόν όζων ή όγκων. Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι αναπτύξεις που σχηματίζονται πάνω ή μέσα στον θυρεοειδή αδένα. Αποτελεί την πιο κοινή ίσως από τις παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα, με υψηλό ποσοστό εμφάνισης όσο αυξάνεται η ηλικία. Η αιτία για την εκδήλωσή τους στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι άγνωστη, ωστόσο έχει συνδεθεί με τη μειωμένη πρόσληψη ιωδίου στη διατροφή. Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η οποία είναι η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης όζων του θυρεοειδούς.

Ένας θυρεοειδικός όζος συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα, εκτός κι αν είναι αρκετά μεγάλος ώστε να συμπιέζει την τραχεία ή τον οισοφάγο, προκαλώντας δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση, πόνο και δυσφορία. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των όζων του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις, δηλαδή μη καρκινικοί, ένα μικρό ποσοστό των όζων του θυρεοειδούς ενδέχεται να εξαλλαχθεί σε καρκινικό. Κατά συνέπεια, η έγκαιρη διεξαγωγή διαγνωστικών εξετάσεων και η τακτική παρακολούθηση κρίνεται επιτακτική.

Στις παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα συγκαταλέγεται και η βρογχοκήλη, δηλαδή η διόγκωση του αδένα. Διακρίνεται σε τέσσερις βασικούς τύπους, τη διάχυτη βρογχοκήλη, όπου εντοπίζεται διόγκωση σε όλη την έκταση του αδένα, χωρίς την παρουσία όζων, την πολυοζώδη βρογχοκήλη, κατά την οποία ο αδένας διογκώνεται εξαιτίας της ύπαρξης πολλαπλών όζων στο θυρεοειδή. Άλλοι τύποι της πάθησης συνιστούν η τοξική βρογχοκήλη, κατά την οποία πραγματοποιείται υπερβολική παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, αλλά και την μη τοξική βρογχοκήλη, κατά την οποία δεν παράγεται περίσσεια ορμονών από το θυρεοειδή. Στις αιτίες εμφάνισης βρογχοκήλης συγκαταλέγονται η ανεπαρκής πρόσληψη ιωδίου στη διατροφή, το γυναικείο φύλο, η προχωρημένη ηλικία, οι γενετικοί παράγοντες που ασκούν επιρροή στην παραγωγή ορμονών του θυρεοειδούς, η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού πολυοζώδους βρογχοκήλης αλλά και ιστορικό αυτοάνοσων παθήσεων όπως η υυρεοειδίτιδα του Hashimoto ή η νόσος του Graves.

Η ύπαρξη βρογχοκήλης συνήθως δε συνοδεύεται από εκδήλωση συμπτωμάτων, εκτός κι αν πραγματοποιηθεί μεγάλη αύξησή της σε μέγεθος. Εάν αυξηθεί υπερβολικά σε μέγεθος ή ασκεί πίεση στα περιβάλλοντα όργανα, τότε ενδέχεται να παρουσιαστούν συμπτώματα όπως οίδημα και αίσθημα πίεσης στην περιοχή του λαιμού, δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση, βήχας ή συριγμός και διαταραχές στη φωνή όπως βραχνάδα. Σε περίπτωση τοξικής βρογχοκήλης, εκδηλώνονται συμπτώματα όμοια με αυτά του υπερθυροειδισμού, όπως απώλεια βάρους ή αδυναμία αύξησης αυτού, ταχυκαρδία, ευερεθιστότητα, αϋπνία, ελαττωμένη ανοχή στη ζέστη.

Τόσο στην περίπτωση όζων του θυρεοειδούς αδένα όσο και πολυοζώδους βρογχοκήλης, είναι σημαντική η διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων όπως το υπερηχογράφημα και σπινθιρογράφημα τραχήλου σε συνδυασμό με βιοψία με λεπτή βελόνη, ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση κακοήθους εξαλλαγής. Σε περίπτωση ύπαρξης καρκίνου του θυρεοειδούς, αλλά και μεγάλου μεγέθους όζων σε σημείο που παρεμποδίζουν σημαντικά την καθημερινότητα του ασθενούς, κρίνεται επιτακτική η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Η συνιστώμενη χειρουργική μέθοδος είναι η μερική ή ολική θυρεοειδεκτομή, ανάλογα με την έκταση που παρουσιάζουν οι συγκεκριμένες παθήσεις του θυρεοειδούς.