Η βουβωνοκήλη αποτελεί τον πιο κοινό τύπο κήλης του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος κι εμφανίζεται όταν το περιεχόμενο της κοιλιακής κοιλότητας εισέρχεται στον βουβωνικό σωλήνα. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ύπαρξης αδυναμίας ή ρήξης των μυών του κάτω μέρους του κοιλιακού τοιχώματος, που επιτρέπει την πρόπτωση του ενδοκοιλιακού περιεχομένου στη βουβωνική περιοχή. Το ενδοκοιλιακό περιεχόμενο που προβάλλει μέσω αυτής της αδυναμίας αποτελείται από τμήμα του εντέρου και λιπώδη ιστό. Η βουβωνοκήλη μπορεί να εμφανιστεί ως ένα ορατό εξόγκωμα ή προεξοχή στη μία από τις δύο ή και στις δύο πλευρές του ηβικού οστού στη βουβωνική χώρα.
Η βουβωνοκήλη εμφανίζεται συχνά κατά την παιδική ηλικία, ιδιαίτερα σε μωρά κάτω των 6 μηνών. Εντοπίζεται συχνότερα στα μωρά που γεννιούνται πρόωρα, αλλά και σε νεογνά που γεννιούνται με αδυναμία στους μύες του κοιλιακού τοιχώματος που προκαλούν την κήλη. Στους ενήλικες, οι κοιλιακοί μύες μπορεί να εξασθενήσουν με την πάροδο του χρόνου ή εξαιτίας ξαφνικής καταπόνησης. Η άσκηση επιπλέον πίεσης σε αυτή την περιοχή του σώματος μπορεί τελικά να προκαλέσει την εμφάνιση βουβωνοκήλης. Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να αυξήσουν τις πιθανότητες εκδήλωσης αυτής της πάθησης. Αυτοί περιλαμβάνουν την κληρονομική προδιάθεση, το αυξημένο σωματικό βάρος ή την παχυσαρκία, την εγκυμοσύνη, ιδίως αν η γυναίκα έχει υποβληθεί σε πολλαπλούς διαδοχικούς τοκετούς, τη χρόνια δυσκοιλιότητα και το χρόνιο βήχα, και παθήσεις όπως η κυστική ίνωση. Άτομα ανδρικού φύλου έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν τη συγκεκριμένη μορφή κήλης σε σχέση με το γυναικείο.
Το πιο κοινό σύμπτωμα που εμφανίζεται είναι ένα εξόγκωμα στη βουβωνική χώρα, το οποίο θα εξαφανιστεί αρχικά με ελάχιστη πίεση ή όταν ο ασθενής ξαπλώσει. Μπορεί να υπάρχει ήπια έως μέτρια ενόχληση με ταυτόχρονη αίσθηση πίεσης που μπορεί να επιδεινωθεί με τη δραστηριότητα ή την ορθοστασία. Παράλληλα, ενδέχεται να εμφανιστεί αίσθημα βάρους και φουσκώματος στην κοιλιακή περιοχή, ενώ η περιοχή της κήλης μπορεί να είναι επώδυνη ή ευαίσθητη στην αφή. Μια βουβωνοκήλη μπορεί να μετατραπεί σε επείγουσα ιατρική περίπτωση εάν το περιεχόμενο της κήλης δεν μπορεί να επιστρέψει στην αρχική του κοιλότητα, παρουσιάζοντας εγκλεισμό. Παράλληλα, ο αυλός του εντέρου ενδέχεται να αποφραχθεί, οδηγώντας σε απόφραξη του εντέρου. Παράλληλα,η συμπίεση της κήλης ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την παροχή αίματος, με αποτέλεσμα το έντερο να γίνει ισχαιμικό και να παρουσιάσει νέκρωση. Η συγκεκριμένη κατάσταση χρειάζεται άμεση χειρουργική αντιμετώπιση, καθώς είναι απειλητική για τη ζωή του ασθενούς.
Η διάγνωση μιας βουβωνοκήλης πραγματοποιείται με κλινική εξέταση του ασθενούς και λήψη του ιστορικού του. Έπειτα, προτείνεται η κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Οι βουβωνοκήλες δεν υποχωρούν ούτε βελτιώνονται από μόνες τους. Ο μόνος τρόπος μόνιμης και αποτελεσματικής θεραπείας μιας βουβωνοκήλης είναι η χειρουργική επέμβαση. Πλέον, έχει αναδειχθεί η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης για την επιδιόρθωση της συγκεκριμένης μορφής κήλης ως προτιμώμενη μέθοδος, με σημαντικά για τον ασθενή πλεονεκτήματα.